- πλερέζα
- και μπλερέζα, η, Νμακρύ μαύρο πένθιμο γυναικείο κάλυμμα τής κεφαλής ή και τού προσώπου, από πολύ λεπτό ύφασμα, στερεωμένο σε μαύρο καπέλο ή τοποθετημένο απευθείας στα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pleureuse < γαλλ. pleurer «κλαίω» < λατ. ploro «κλαίω, οδύρομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.